ἕρμ'

ἕρμ'
ἕρμα , ἕρμα 1
prop
neut nom/voc/acc sg
ἕρμα , ἕρμα 2
prop
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἑρμ' — Ἑρμαί , Ἑρμαίς called after fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμ' — ἑρμί , ἑρμίς bedpost masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμ' — Ἕρμε , Ἕρμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… …   Dictionary of Greek

  • πανάκτειος — πανάκτειος, ον (Α) 1. (πιθ. ερμ.) αυτός που φύεται σε όλη την ακτή («πανάκτειος κονίλη», Νίκ.) 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναφορικά προς την πρώτη πιθανή ερμηνεία της λ. < παν * + ἀκτή, ενώ αναφορικά προς τη… …   Dictionary of Greek

  • ρωτόπλασμα — το, Ν 1. βιολ. α) (κατά παλαιότερη ερμ.) η βασική ουσία τής ζωντανής ύλης στην οποία οφείλονται όλες οι ζωτικές διαδικασίες β) (κατά τη σύγχρονη ερμ.) η θεμέλια ουσία τού κυτταροπλάσματος 2. βοτ. ουσία τού πρωτοπλάστη τών κυττάρων, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • -ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • Ερμάδιον — Ἑρμάδιον και Ἑρμάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ονόμ. Ερμής, θωπευτική προσφώνηση τού Ερμή («ὦ φίλτατον Ἑρμάδιον, μή καταλίπῃς με», Λουκιαν.) 2. υποκορ. τών Ερμών, τών λίθινων προτομών τού Ερμή, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Ερμόπαν — Ἑρμόπαν, ὁ (Α) θεότητα που είχε τις ιδιότητες τού Ερμή και τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. Ερμ. τού Ερμής + συνδετικό φωνήεν ο + Παν] …   Dictionary of Greek

  • Νειλείον — Νειλεῑον, τὸ (Α) ιερό προς τιμήν τού Νείλεω ή Νειλέως, οικιστή τής Μιλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νειλεύς + κατάλ. εῖον (πρβλ. Ερμ είον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”